- υψίπυκνος
- -η, -ο, Ν(για εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα) υψίσυχνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυκνός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
υψίσυχνος — η, ο, Ν 1. υψίπυκνος, αυτός που έχει υψηλή συχνότητα 2. φρ. «υψίσυχνο ρεύμα» (ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα τού οποίου η συχνότητα υπερβαίνει το 1 μεγαχέρτς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι + συχνός] … Dictionary of Greek